- ἀκαταληψίαν
- ἀκαταληψίᾱν , ἀκαταληψίαthat cannot be reachedfem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ACADEMIA — etsi usu commune, sive, ut vulgoloquuntur, appellativum factum sit, proprie tamen ita dicebatur nemorosus extra Athenas locus, in quo Philosophiam primus docuir Plato. Sunt qui derivent ab ἑκὰς et δρ῀μος, seorsim a populo; remore scil. a populari … Hofmann J. Lexicon universale
σκότος — ους, το / σκότος, εος, ΝΜΑ, και συν. ποιητ. σκότος, ου, ὁ Α 1. απουσία φωτός σε έναν χώρο, η οποία καθιστά αφανή ή δυσδιάκριτα τα πρόσωπα ή τα αντικείμενα που βρίσκονται σε αυτόν, σκοτάδι, σκοτίδι (α. «ο ήλιος διέλυσε τα σκότη τής νύχτας» β. «καὶ … Dictionary of Greek